κονιοποιώ

κονιοποιώ
atomiser

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κονιοποιώ — μεταβάλλω στερεή ουσία σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, λειοτριβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. κονιορτο ποιώ, τακτο ποιώ. Η λ. στη μτχ. κονιοποιούμενος μαρτυρείται από το 1886 στον Παύλο Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • αμέρδω — ἀμέρδω (Α) 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που τού ανήκει, στερώ, αποστερώ 2. αποστερώ κάποιον από τα φυσικά του δικαιώματα 3. (για τα μάτια) θαμπώνω, τυφλώνω 4. (το ενεργητικό όπως και το μέσο με παθητική σημασία) στερούμαι, χάνω 5. ό,τι και το… …   Dictionary of Greek

  • κονιοποίηση — η μέθοδος μετατροπής στερεού σώματος σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, η λειοτρίβιση («μηχανή κονιοποιήσεως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. κονιοποίησις, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου… …   Dictionary of Greek

  • κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • λειοτριβώ — (AM λειοτριβῶ, έω) με την τριβή μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, ψιλοκοπανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβώ, φαρμακο τριβώ] …   Dictionary of Greek

  • λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • λεπτοτομώ — (AM λεπτοτομῶ, έω) κόβω σε μικρά τεμάχια, κομματιάζω, λειανίζω, κονιοποιώ («τῆς κόνεως, ἣν ἡ γῆ λεπτοτομοῡσα ἀναπέμπει», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + τομῶ (< τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • προλειαίνω — ΝΑ, και προλεαίνω Α 1. κάνω κάτι λείο προηγουμένως 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ νεοελλ. μτφ. προετοιμάζω, δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες («η συνάντηση αυτή προλείανε το έδαφος για μια περαιτέρω συμφωνία») …   Dictionary of Greek

  • συλλειοτριβώ — έω, Α κονιοποιώ κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λειοτριβῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”